πολιορκητικός

πολιορκητικός
-ή, -ό / πολιορκητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πολιορκώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.)
2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» — μηχανικές διατάξεις τις οποίες χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα στις πολιορκίες φρουρίων ή τειχών για την κατάρριψη ή υπερπήδηση τειχών και άλωση φρουρίων ή πόλεων, κυριότερες από τις οποίες ήταν οι λιθοβόλοι ή πετροβόλοι, οι κριοί, οι χελώνες και οι καταπέλτες)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πολιορκητική
κλάδος τής πολεμικής τέχνης που αναφέρεται στην τέχνη τής πολιορκίας ή τής άμυνας κατά τη διάρκεια πολιορκίας
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολιορκητικά
α) τα μέσα που χρησίμευαν σε μια πολιορκία
β) ως κύριο όν. Πολιορκητικά
τίτλος πραγματείας τού Απολλοδώρου τού Δαμασκηνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολιορκητικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει ή αναφέρεται στην πολιορκία: Πολιορκητική μηχανή. 2. το θηλ. ως ουσ., πολιορκητική η τέχνη της πολιορκίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιορκητικά — πολιορκητικός of neut nom/voc/acc pl πολιορκητικά̱ , πολιορκητικός of fem nom/voc/acc dual πολιορκητικά̱ , πολιορκητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικῶν — πολιορκητικός of fem gen pl πολιορκητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικόν — πολιορκητικός of masc acc sg πολιορκητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικαῖς — πολιορκητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικοῖς — πολιορκητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικοῦ — πολιορκητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικούς — πολιορκητικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικήν — πολιορκητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητικῶς — πολιορκητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”